- ημίσπονδος
- ἡμίσπονδος, -ον (Α)αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος, υπό-σπονδος].
Dictionary of Greek. 2013.